ακαταμέτρητος — η, ο (Α ἀκαταμέτρητος, ον) [καταμετρῶ] όποιος δεν έχει καταμετρηθεί ή δεν μπορεί να καταμετρηθεί «ακαταμέτρητα ψηφοδέλτια», «ακαταμέτρητο πλήθος» … Dictionary of Greek
ἀκαταμέτρητον — ἀκαταμέτρητος unmeasured masc/fem acc sg ἀκαταμέτρητος unmeasured neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταμέτρητα — ἀκαταμέτρητος unmeasured neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανείκαστος — η, ο (AM ἀνείκαστος, ον) [εικάζω] νεοελλ. 1. ανεπάντεχος 2. ανεξιχνίαστος αρχ. 1. αυτός που ξεπερνά κάθε εικασία, υπερβολικός 2. ακατάληπτος, ακαταμέτρητος … Dictionary of Greek
αρίφνητος — η, ο επίρρ. α (από το αριθμητός), αλογάριαστος, αναρίθμητος, ακαταμέτρητος: Ήρθε λαός αρίφνητος, εγέμισεν ο τόπος (Ερωτόκριτος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)